- παξιμαδοκλέφτης
- ο, θηλ. παξιμαδοκλέφτρα1. αυτός που κλέβει τα παξιμάδια2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Αγίου Νικολάου («Άι Νικόλας ο παξιμαδοκλέφτης» — λεγόταν σε περιπτώσεις μακράς νηνεμίας, λόγω τής οποίας ακινητοποιούνταν τα πλοία και έτσι εξαντλούνταν τα εφόδια τών ναυτικών που ταξίδευαν)3. το θηλ. γυναίκα ελευθέριων ηθών4. φρ. «Άι Θόδωρος ο παξιμαδοκλέφτης» — λέγεται για ανθρώπους ύπουλους και υποκριτές.
Dictionary of Greek. 2013.